- αυθορμησία
- η см. αυθόρμητο[ν]
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αυθορμησία — η η ιδιότητα των έμψυχων όντων να ενεργούν από μόνα τους, χωρίς εξωτερική αιτία: Τα άψυχα τα διακρίνει αδράνεια, τα έμψυχα αυθορμησία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αυθορμησία — η βλ. αυθορμητισμός … Dictionary of Greek
αυθορμητισμός — ο και αυθορμησία, η [αυθόρμητος] 1. το να ενεργεί κανείς ακολουθώντας εσωτερικές παρορμήσεις χωρίς να δέχεται εξωτερικές επιδράσεις ή καταναγκασμούς 2. πηγαία, φυσική εκδήλωση ή συμπεριφορά … Dictionary of Greek